-
1 опыт
опыт м 1) (навык) η πείρα, η εμπειρία 2) (эксперимент) η δοκιμή, το πείραμα* * *м1) ( навык) η πείρα, η εμπειρία2) ( эксперимент) η δοκιμή, το πείραμα -
2 опыт
-а α.1. πείρα•обмен -ом ανταλλαγή πείρας•
жизненный опыт η πείρα της ζωής•
административный опыт διοικητική πείρα•
военный опыт στρατιωτική πείρα•
личный опыт προσωπική πείρα•
по -у από πείρα•
по собственному -у εξ ιδίας πείρας•
наученный горьким -ом διδαγμένος από την πικρή πείρα.
2. (φιλοσ.) εμπειρία•чувственный опыт αισθησιακή εμπειρία.
3. πείραμα•производить физические -ы κάνω πειράματα φυσικής.
4. δοκιμή, πρόβα. || δοκιμασία•это его первый опыт αυτό είναι η πρώτη του δοκιμασία.
-
3 навык
η επαγγελματική ικανότηταη πείραη εμπειρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > навык
-
4 опыт
1. (эксперимент) το πείραμα 2. (практика) η πείραη πρακτικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опыт
-
5 эмпирия
η εμπειρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эмпирия
-
6 деловитость
-и θ.δραστηριότητα, επιχειρηματικότητα, εμπειρία πραγμάτων. -
7 тектоника
-и θ.1. η τεκτονική (κλάδος της γεωλογίας).2. η εμπειρία της τέχνης του τέκτονα. -
8 эмпирия
-и θ.εμπειρία. || παρατήρηση (ως αντώνυμο του πειράματος).
См. также в других словарях:
ἐμπειρία — ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc/acc dual ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπειρία — η (AM ἐμπειρία) 1. η γνώση η οποία στηρίζεται στην πείρα (σε αντίθεση προς τη θεωρία) («έχει εμπειρία τού θέματος ή επί τού θέματος», «ἐμπειρία τών πραγμάτων») 2. η γνώση που έχει αποκτηθεί με την πείρα (σε αντίθεση προς την απειρία και την… … Dictionary of Greek
ἐμπειρίᾳ — ἐμπειρίαι , ἐμπειρία experience fem nom/voc pl ἐμπειρίᾱͅ , ἐμπειρία experience fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπειρία — η 1. γνώση που στηρίζεται στην πείρα (αντίθ. η θεωρία), η πείρα. 2. το σύνολο των γνώσεων που προέρχονται από πείρα. 3. (φιλοσ.), η αντίληψη με τις αισθήσεις, καθώς και το σύνολο των γνώσεων που προέρχονται από την αντίληψη και η διανοητική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'μπειρία — ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc/acc dual ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρίας — ἐμπειρίᾱς , ἐμπειρία experience fem acc pl ἐμπειρίᾱς , ἐμπειρία experience fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρίαι — ἐμπειρία experience fem nom/voc pl ἐμπειρίᾱͅ , ἐμπειρία experience fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρίαν — ἐμπειρίᾱν , ἐμπειρία experience fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειριῶν — ἐμπειρία experience fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρίαις — ἐμπειρία experience fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρίης — ἐμπειρία experience fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)